«Τα λέμε, μπουμπούκα», της γράφει ο Γιώργος άλλο ένα βράδυ κι η Άννα τον καληνυχτίζει, κλείνει το κινητό της και πέφτει για ύπνο. Ήταν κουραστική η μέρα της. Εκτός του ότι είναι τελευταίο έτος στο πανεπιστήμιο πια, κάνει ταυτόχρονα και την πρακτική της, οπότε ο χρόνος της είναι πολύ περιορισμένος. «Ευτυχώς, έχω έναν άνθρωπο που με νοιάζεται, έχω καλή επικοινωνία μαζί του και μπορώ ουσιαστικά να μιλάω, νιώθω πραγματικά ερωτευμένη», σκέφτεται και κλείνουν τα μάτια της.
Αυτή η σκέψη επαναλαμβάνεται κάθε βράδυ στο μυαλό της πριν κοιμηθεί. Ίσως προσπαθεί έτσι να βρει έναν λόγο να διαψεύσει όλους τους φίλους της που της λένε να προσέχει. Πάει σχεδόν ένας χρόνος που γράφει με το Γιώργο στο facebook. Γνωρίστηκαν τυχαία, όχι από κοντά, αλλά από ένα αίτημα φιλίας, μία κόκκινη ειδοποίηση που ήρθε στο κινητό της και την απόφασή της να τον δεχτεί, γιατί «ποτέ δεν ξέρεις». Μια ώρα μετά την αποδοχή, της στέλνει μήνυμα και κάπως έτσι άρχισαν οι ατέλειωτες συζητήσεις μέρα -νύχτα πίσω από μία οθόνη.
Ο Γιώργος, της συστήθηκε ως δάσκαλος, αναπληρωτής μακριά σε ένα νησί, Αθηναίος κι αυτός. Σοβαρός, με το κατάλληλο χιούμορ την κατάλληλη στιγμή, ήταν σαν να την ήξερε ήδη, σαν να τη διάβαζε πριν καν μιλήσει. Είχε ένα μυστήριο στον λόγο του, κάτι που την τραβούσε κι όσο τρελό και να φάνταζε αυτό, ένιωθε ότι τον είχε ερωτευτεί πριν καν τον γνωρίσει καλύτερα και πιο ουσιαστικά. Ήταν που κατά κάποιο τρόπο ήξερε τα κουμπιά της και την έκανε να αναπτύξει μία σχέση μαζί του, ακόμη κι αν δεν τον είχε δει ποτέ από κοντά. Αν κι ήταν σίγουρη ότι είχε υπέροχα μάτια, φαινόταν άλλωστε στις φωτογραφίες.
Της θύμιζε κατά κάποιο τρόπο στη φωτογραφία μία εφηβική της περιπέτεια, τον Μιχάλη. Ήταν πάντως σίγουρα ο τύπος του άντρα που θα κοιτούσε κι εμφανισιακά. Αν και πλέον δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Το είχε φιλοσοφήσει το θέμα. «Τι σημασία έχει η επιφάνεια; Η ουσία έχει σημασία. Το μόνο που θέλω είναι να χάνομαι στα μάτια του. Αυτά τα υπέροχα γαλανά μάτια που νιώθω να με διαπερνούν ακόμα και μέσα από μία φωτογραφία». Αν και ζούσαν στα δύο άκρα της Ελλάδας, λοιπόν, δεν την εμπόδισε αυτό στιγμή να κάνει όνειρα και σχέδια για το μέλλον.
Το μόνο της παράπονο ήταν ότι δεν είχαν καταφέρει μέχρι τώρα να μιλήσουν με κάμερα. Της έλεγε ότι δεν ήθελε να χάσουν τη μαγεία της πρώτης φοράς όταν θα βρισκόντουσαν στην πραγματικότητα. Γιατί χάνεται αυτή προσμονή και το συναίσθημα που τους κρατούσε να θέλουν να βρεθούν. Δεν ήθελε να χαθεί πίσω απ’ την αμηχανία του πρώτου ραντεβού πίσω από μία κάμερα. «Και μπορεί στο κάτω-κάτω να μην έχουμε φωτογένεια», αστειευόταν. Η Άννα, ενώ στην αρχή είχε τις επιφυλάξεις της, άρχισε να το συνηθίζει . Δεν είναι ότι της άνηκε φυσιολογικό, απλά το συνήθισε, το δέχτηκε και περιορίστηκε στα μηνύματα, τα ηχητικά και τις φωτογραφίες. Ούτως ή αλλιώς ήταν μόλις 22 χρονών κι άλλη εμπειρία από κάποια διαδικτυακή σχέση δεν είχε. Όποτε δεν ήξερε και πώς να το χειριστεί.
Ήταν κάτι που ζούσε πρώτη φορά. Έτσι με τον τρόπο του ο Γιώργος της έμαθε να ζει σ’ αυτό το παραμύθι. Είχε ακούσει για πολλές τέτοιες γνωριμίες, άλλωστε, που εξελίχθηκαν σε σχέσεις ζωής μέσω μόνο ενός αιτήματος φιλίας. Και πίστευε σ’ αυτόν τον άνθρωπο, της έβγαζε κάτι διαφορετικό από όλους τους υπόλοιπους. Είχε απογοητευτεί, εξάλλου, πολλάκις με τους άντρες μέχρι τώρα, οπότε αυτή η σχέση σε σύγκριση με ό,τι είχε ζήσει της φαινόταν παράδεισος. Ειδικά με τον τρόπο που της μιλούσε, αυτά που της έλεγε, τα τραγούδια που της αφιέρωνε, τα στιχάκια που της έγραφε.
Πόσο αληθινό ήταν, όμως, όλο αυτό; Μια καλημέρα ψηφιακή και μια καληνύχτα στην οθόνη; Πόσες φορές τυχαίνει ο άνθρωπος που νομίζεις ότι γνώριζες να είναι κάποιος άλλος από αυτόν που νόμιζες; Σκέψεις στο πίσω μέρος του μυαλού της Άννας, σκέψεις που δεν ήθελε να φέρει στην επιφάνεια. Είναι, όμως, η πραγματικότητα αυτό που ζει;
Πέρασαν έξι μήνες, έφτασε το καλοκαίρι, οπού υποτίθεται ο Γιώργος θα είχε άδεια. Πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός, ούτε που το κατάλαβαν. «Πότε επιτέλους θα συναντηθούμε;», ρωτούσε και ξανά ρωτούσε η Άννα. «Με την πρώτη ευκαιρία, μπουμπούκα, θέλω πολύ να σε δω από κοντά, επιτέλους. Θα γυρίσω σύντομα» . Κι η Άννα ήλπιζε, ότι όντως επιτέλους κάτι θα άλλαζε και θα γινόταν πραγματικότητα όλη αυτή η ψηφιακή ιστορία, δε θα έμενε πίσω από μία οθόνη, στις λέξεις ενός πληκτρολογίου.
Ήθελε να τον δει από κοντά, να του μιλήσει, να τον αγγίξει, να τον μυρίσει, να τον νιώσει δίπλα της. Αλλά όσο ήθελε να το πιστέψει όλο αυτό, σαν πραγματικό, άλλο τόσο κάτι δεν της κολλούσε τον τελευταίο καιρό, κάτι ένιωθε πως δεν πήγαινε καλά. Ήταν κάτι απ’ την αναβλητικότητά του, ήταν ότι είχε την αίσθηση ότι ο Γιώργος είχε γίνε λίγο πιο απόμακρος; Κάτι δεν της ταίριαζε. Παρ’ όλα αυτά καθησύχαζε τον εαυτό της, λέγοντας: «Μπα, στο μυαλό μου θα είναι όλα».
Η Άννα έμενε σε μια επαρχιακή πόλη, μόνη ως φοιτήτρια, τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της. Όλον αυτόν τον καιρό είχε κάνει τις παρέες της, είχε και διάφορες περιπέτειες, αλλά όσο ήθελε να κάνει μία σταθερή σχέση, δεν τα κατάφερνε, λόγω συγκυριών, κυρίως. Τελευταία, όμως, η ζωή της είχε αλλάξει. Ένιωθε ένα δέσιμο με τον Γιώργο, ένιωθε σαν μικρό παιδί.
Ήταν όλη την ώρα με ένα κινητό στο χέρι. Είχε καταντήσει αρρώστια να έχει αλλά κι ουσιαστικά να μην έχει τον άνθρωπο που νόμιζε για δικό της. Οι φίλες της είχαν αρχίσει να την προειδοποιούν εντονότερα, να προσέχει και να προστατεύει τον εαυτό της. Αλλά αυτή είχε κλείσει τα αφτιά και τα μάτια της σε πράγματα που για άλλους θα ήταν ξεκάθαρα. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον Γιώργο. Η Άννα, όμως, εκεί.
Έφτασε σε σημείο να κάνει ό,τι της ζητούσε. Ακόμα και προκλητικές φωτογραφίες του έστελνε, για να τον «πείσει». Κι αυτός κάτι λίγες φωτογραφίες κι ηχογραφήσεις της έστελνε, αλλά όχι τόσο πολλές όσο αυτή. «Αυτό δεν είναι και το φυσιολογικό σε μια σχέση;», το δικαιολογούσε στις φίλες της, μήπως και το πιστέψει η ίδια. Της είχε γίνει πλέον εξάρτηση, να του δείχνει όλο και περισσότερα απ’ τη ζωή της, να παλεύει για να τον χωρέσει μέσα. Κι ας μην ήταν στην ουσία εκεί.
Είχε φτάσει πια Ιούνιος. Ο Γιώργος υποτίθεται ότι τώρα είχε άδεια κι επέστρεφε Αθήνα, στο πατρικό του. Αυτή συνέχεια τον ρωτούσε αν μπορεί να έρθει σ’ αυτήν, πριν γυρίσει στην Αθήνα για να περάσουν χρόνο μαζί. «Σε μία εβδομάδα επιστρέφω και θα το κανονίσουμε», της είπε. Δεν το άφησε να αιωρείται έτσι, το κανόνισαν. Να έρθει στην πόλη της, σε δέκα μέρες, ένα βράδυ μιας Κυριακής για να γνωριστούν επιτέλους από κοντά.
Η χαρά της Άννας απερίγραπτη. «Σας τα έλεγα εγώ», έλεγε στην παρέα της. «Είναι αληθινός, με σάρκα κι οστά και μάλιστα θα έρθει εδώ να με δει». «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι», της έλεγε η Ευρυδίκη, κολλητή της απ’ την πρώτη μέρα του πανεπιστημίου, που δεν είχε δει, απ’ την πρώτη στιγμή, με καλό μάτι αυτή τη σχέση της φίλης της απ’ το facebook.
Πέρασαν οι μέρες, μιλούσαν ελάχιστα με τον Γιώργο αυτές τις δέκα, βασανιστικές για την Άννα, μέρες. Τουλάχιστον ήξερε ότι θα τον συναντούσε σύντομα.
Μέχρι που ήρθε επιτέλους αυτή η πολυπόθητη Κυριακή. Κι η Άννα περίμενε στον σταθμό των λεωφορείων, την ώρα που της είχε πει. Δεν ήρθε. Περίμενε όλη μέρα. Μα φυσικά ο «Γιώργος» δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Γύρισε σπίτι της, στην Αθήνα, πίσω στην οικογένειά της, μετά την εξεταστική. Είχε κόψει επαφές πια μ’ αυτόν τον Γιώργο που από ό,τι φάνηκε μόνο καπνό και φούμαρα της πουλούσε όλο αυτόν τον καιρό, δεν ήταν πραγματικός κι αν ήταν δεν είχε μπέσα. Έκοψε την επαφή τους απότομα, ενώ την είχε αφήσει να περιμένει ότι όντως θα τον δει και θα τον γνωρίσει στην πραγματικότητα. Εκείνη τη μέρα τον περίμενε πολλές ώρες, αλλά άφαντος ο «Γιώργος».
Δεν ήξερε αν ήταν στεναχωρημένη ή θυμωμένη, είχε συναισθήματα που ήταν γενικά ανάμεικτα. Προσπαθούσε σίγουρα να το ξεχάσει, αλλά ακόμα κι αν στην ουσία δεν ήταν κάτι πραγματικό και χειροπιαστό, αυτή εκεί, δεν της περνούσε για κάποιο λόγο. Και ξέρουν όλοι αυτοί που έχουν περάσει αυτό το ανεκπλήρωτο, είναι ένα βάρος που δε λέει να φύγει, να ελαφρύνει λίγο την καρδιά σου.
Ένα ζεστό απόγευμα του Ιούλη, την παίρνει η Ευρυδίκη τηλέφωνο. Ακουγόταν αναστατωμένη. «Άννα, πρέπει να σου πω κάτι, αλλά σε παρακαλώ να το πάρεις ψύχραιμα». Είχαν σταλεί με κάποιον τρόπο σε πάρα πολλά αγόρια απ’ τον κύκλο της δικές της προκλητικές φωτογραφίες. Ο ένας της έστελνε στον άλλο, οπότε διαδόθηκαν αρκετά. Η Άννα είχε πάθει σοκ, η φίλη της προσπάθησε όσο μπορούσε να την ηρεμήσει. Είχε, όμως, χαθεί η γη κάτω απ’ τα πόδια της.
Για αρκετές μέρες δε μιλιόταν. Ανάμεσα στα «γιατί» και τα αναφιλητά της της ερχόταν συνέχεια στο μυαλό η ίδια κι η ίδια σκέψη: «Αυτός ο Γιώργος». Τα ερωτηματικά πολλά, αναρωτιόταν γιατί να θέλει να την εκδικηθεί ένας άνθρωπος που δεν ήξερε καν, ενώ την έπνιγε το παράπονο και το κλάμα είχε γίνει συνήθειά της, όλο αυτό ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις τις, δεν μπορούσε να το χειριστεί. Δεν της ήταν κι εύκολο να σκέφτεται πως κάποιος μοιράστηκε με έναν τόσο χυδαίο τρόπο και φυσικά χωρίς τη θέλησή της κάτι τόσο προσωπικό.
Ήθελε προφανώς να της κάνει κακό, χωρίς να προσπαθεί να κερδίσει κάτι άλλο από αυτό. Ούτε απειλές, ούτε εκβιασμοί, ούτε προειδοποιήσεις. Απλά μία ωραία πρωία που ξύπνησε κι αναρωτιόταν τι θα έκανε σήμερα, αποφάσισε να καταστρέψει την ψυχολογία ενός ανθρώπου που δε γνώριζε καν, προφανώς για να ικανοποιήσει κάποιο άρρωστο κομμάτι του. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν με την πρώτη ματιά. Κι αυτό πίστευαν τα δύο κορίτσια ότι έγινε. Στην πραγματικότητα, δεν ήξεραν ούτε αυτές ποιος ήταν, τι ήθελε και τι λόγους είχε για να της κάνει κάτι τέτοιο. Το μόνο σίγουρο, ήταν ότι πίσω από αυτό κρυβόταν ένας άνθρωπος αρρωστημένος.
Ήταν σαν να ζούσε έναν εφιάλτη, από εκεί που νόμιζε ότι ζούσε το παραμύθι. Όλον αυτόν τον χρόνο ένιωθε πως έγραφε με έναν άνθρωπο πραγματικό, που τη νοιαζόταν και προχωρούσε καλά η σχέση τους, ακόμα κι αν ήταν ένας έρωτας του διαδικτύου. Πόσοι άνθρωποι γνωρίζουν τον έρωτα της ζωής τους με ένα «κλικ»! Αλλά τα πράγματα γι’ αυτήν δεν αποδείχτηκαν έτσι. Πήρε το ρίσκο κι έχασε.
Παρασύρθηκε, ένιωσε ότι ερωτεύτηκε κι όλα αυτά αποδείχθηκαν ένα ψέμα. Δε θα μπορούσε να είναι χειρότερο το σενάριο που πραγματοποιήθηκε. Πίσω απ’ το πληκτρολόγιο ήταν κάποιος άλλος άνθρωπος, όχι αυτός που νόμιζε κι ήθελε, μάλιστα, να της κάνει κακό. Κι εκείνη, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει τους λόγους που θα μπορούσε να κάποιος να θέλει τόσο πολύ να τη βλάψει.
Ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο άγνωστος που νόμιζε ότι είχε το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει τα προσωπικά της δεδομένα, έτσι απλά και χωρίς καμιά συνέπεια; Μετά το σοκ των πρώτων ημερών η Άννα αποφάσισε κάτι σημαντικό. Να ανακαλύψει αυτόν που την εξέθεσε με έναν τόσο άσχημο τρόπο.
«Δε γίνεται κάτι τέτοιο να περάσει έτσι, δε θα τη γλυτώσει έτσι απλά». Ήταν ένα έγκλημα, ηλεκτρονικό μεν, που έπρεπε όμως να τιμωρηθεί, για να αποτρέψει κι αντίστοιχες μελλοντικές περιπτώσεις. Δε θα έκανε πίσω, θα ανακάλυπτε όλη την αλήθεια.
Η Στέλλα πετούσε τη σκούφια της που είχε καταφέρει να πάρει το αίμα της πίσω. Κατά των πιθανοτήτων, κι όμως, το κόλπο της είχε πιάσει, το αρρωστημένο αυτό σχέδιο πέτυχε, τουλάχιστον στο πρώτο κομμάτι του. Είχε κάνει την παλιά κολλητή της να πιστέψει όλο το παραμύθι που της πουλούσε. Έπαιζε βρόμικο παιχνίδι, το ήξερε, αλλά «το αξίζει», σκεφτόταν.
Η Άννα κι η Στέλλα ήταν κολλητές στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η πρώτη ανοιχτή κοπέλα, κοινωνική, δεν είχε πρόβλημα με τις συναναστροφές της, αγαπητό κορίτσι, ενώ η δεύτερη πιο κλειστή, όχι και τόσο κοινωνική, είχε προβλήματα στην οικογένειά της που την έκαναν να απομονώνεται πολλές φορές στον εαυτό της. Η Στέλλα είχε πολλές φορές προβληματική συμπεριφορά, ακόμα και προς την κολλητή της, αλλά η Άννα προσπαθούσε όσο μπορεί να τη βοηθάει και να μιλάει μαζί της.
Στην παρέα του λυκείου η Στέλλα ήταν ερωτευμένη με τον Μιχάλη, αλλά δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Ήταν στην ίδια παρέα, αλλά πάντα είχαν μία απόσταση, γιατί ντρεπόταν, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματά της κι ενώ πάντα ήθελε να του πει πόσο τον ήθελε, πάντα το ανέβαλε για «αύριο». Στην πενταήμερη κι ενώ ήξερε η Άννα τα συναισθήματα της κολλητής της, είχε μια περιπέτεια με τον Μιχάλη, κάτι που το επόμενο βράδυ η Στέλλα έμαθε από μία φίλη τους και φυσικά την εξόργισε.
Ένιωσε προδοσία και κάτι άλλαξε μέσα της, για πάντα. Σε συνδυασμό με τα θέματα που είχε με τον εαυτό της, ξεκίνησε η κατηφόρα. Απομονώθηκε κι αποξενώθηκε μέχρι που τελείωσε το σχολείο, αλλά και μετά από αυτό. Ένιωσε μίσος, σε σημείο που της έγινε έμμονη ιδέα.
Γι’ αυτό και της πήρε δύο χρόνια για να βρει τρόπο να εκδικηθεί. Ήθελε να βρει τον καλύτερο τρόπο να πληγώσει. Διαστροφή, μίσος κι ένα αρρωστημένο σχέδιο για να «πάρει το αίμα της πίσω». Ήθελε η Άννα να νιώσει πώς είναι να αγαπάνε χωρίς ανταπόκριση, να ερωτεύεσαι κάτι που έχεις μπροστά σου, αλλά δεν το έχεις στην πραγματικότητα.
Τρία χρόνια μετά, αφού έχει χτίσει ένα ψεύτικο προφίλ στο facebook παριστάνοντας ότι είναι άντρας, η Στέλλα ξεκινάει να τσατάρει με την Άννα και να την κάνει να «τον» ερωτευτεί. Έστω, πλατωνικά. Και στην πορεία φυσικά η κίνησή της αποδείχτηκε να της βγάζει πολλά πράγματα στη φόρα για την πρώην φίλη της. Όσο πιο πολύ περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ μανία την έπιανε. Γι’ αυτό και προχώρησε και σε άλλες ακραίες πράξεις, όπως το να διαρρεύσει πολύ προσωπικές φωτογραφίες της Άννας. Ένιωθε ότι είχε ψωνίσει από σβέρκο, ότι είχε πετύχει το λαχείο, μία μεγάλη ικανοποίηση και δε χόρταινε εκδίκηση.
Σχεδίαζε ένα ωραίο φινάλε γι’ αυτή την ιστορία. Ήθελε πάση θυσία να τρίψει στη μούρη της Άννας ότι ήταν αυτή που την εκδικήθηκε, να την κάνει να νιώσει τον πόνο και να μάθει πώς είναι να περνάς τόσο άσχημα, όσο η Στέλλα. Ήταν άρρωστη.
Η Άννα απ’ την άλλη ήταν δυστυχισμένη, διένυε τη χειρότερη περίοδο της ζωής της. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί όλη αυτή την κατάσταση που είχε στραφεί εναντίον της με το χειρότερο τρόπο.
Ένα βράδυ, πίσω στην Αθήνα, η Άννα κανόνισε με την παρέα της απ’ το λύκειο να βγουν για μπιρίτσα, να πουν τα νέα τους. Στην παρέα εμφανίζεται κι η Στέλλα. Η Άννα χαίρεται, την αγκαλιάζει και τη ρωτάει τα νέα της. Η Στέλλα, κρύα, την κοιτάει με άδειο βλέμμα, της απαντάει τυπικά. Είχε σχεδιάσει καλά στο μυαλό της τη στιγμή της εκδίκησης.
Σηκώνεται, λοιπόν, πρώτη να φύγει απ’ το μπαρ και με βλέμμα ειρωνικό γυρνάει και λέει στην Άννα: «Τα λέμε, μπουμπούκα». Εκείνη τη στιγμή το μυαλό της Άννας παγώνει, ήταν ακριβώς οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ο Γιώργος στο τσατ κάθε βράδυ πριν κλείσουν τη συνομιλία. Γυρνάει κι έντρομη, λοιπόν, ρωτάει τη Στέλλα: «Τι είπες;».
Την έπιασαν πριν φύγει κι οι υπόλοιποι της παρέας. Φώναζε, αλλά μετά τα είπε όλα. Η Άννα δε σταμάτησε να κλαίει, ενώ η Στέλλα την κοιτούσε παγωμένη. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει.
Η πρώτη της αντίδραση ήταν να θέλει να την παραδώσει στην αστυνομία, για όλο αυτό που πέρασε και να πάρει κι αυτή με τη σειρά της το αίμα της πίσω. Και την έπιασε απ’ το μαλλί. Καβγάδισαν πολύ άσχημα, όσο και να προσπαθούσαν να τις χωρίσουν, κατέληξαν στο νοσοκομείο, με πολλά χτυπήματα.
Μετά από όλα τα γεγονότα και τις εντάσεις, η Στέλλα ξεκίνησε ψυχοθεραπεία. Είχε περάσει καιρός κι όσο προσπαθούσε η Άννα να το ξεπεράσει όλο αυτό, ένα ερώτημα ήταν στο μυαλό της. Να τη συγχωρέσει ή να την εκδικηθεί; Μήπως το να τη συγχωρούσε και να τη βοηθούσε, θα βοηθούσε όλη την κατάσταση γενικότερα; Αν έβρισκε έναν άλλο τρόπο που θα λειτουργούσε καλύτερα; Η εκδίκηση θα συνέχιζε μία κατάσταση που δεν είχε την ψυχική δύναμη να υποστεί.
Και έτσι, στάθηκε όσο μπορούσε δίπλα της και τη βοηθούσε. Τη συγχώρεσε. Και κάπως έτσι βοηθούσε και τον εαυτό της ταυτόχρονα. Να καταλάβει και να προχωρήσει. Άδοξο μεν, υγιές κι αληθινό δε. Γιατί να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα έναν άνθρωπο άρρωστο; Δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήθελε να ηρεμήσει κι αυτό έκανε.
Πρώτη δημοσίευση:
https://www.pillowfights.gr/to-be-continued/ta-pliktrologia-ekdikoyntai-meros-a/ https://www.pillowfights.gr/to-be-continued/ta-pliktrologia-ekdikoyntai-meros-v/ https://www.pillowfights.gr/to-be-continued/ta-pliktrologia-ekdikoyntai-meros-g/ https://www.pillowfights.gr/to-be-continued/ta-pliktrologia-ekdikoyntai-meros-d/