Η μετανάστευση είναι φαινόμενο της εποχής μας και ειδικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο αυτό έχει οξυνθεί, με χιλιάδες οικογένειες να παίρνουν και πάλι το δρόμο της εξόδου από τη χώρα, με την ελπίδα ότι στο νέο τόπο που θα βρεθούν θα έχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.
Από τη δεκαετία του ’60 ακόμα, τεράστια κύματα μεταναστών έφυγαν από την Ελλάδα με προορισμό κυρίως την Ευρώπη, την Αυστραλία και την Αμερική. Εκεί λοιπόν βρέθηκαν είτε με τις οικογένειες τους, είτε μόνοι τους και δημιούργησαν τη ζωή τους και την περισουσία τους εκεί. Τα τελευταία χρόνια η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το αποτέλεσμα της μετανάστευσης; Να ζουν οι άνθρωποι αυτοί σε δύο κόσμους την ίδια στιγμή. Με το ένα πόδι στην Ελλάδα και το άλλο στη χώρα της διαμονής τους. Γιατί ακόμα και αν τους πίκρανε η πατρίδα τους, την έχουν πάντα το μυαλό τους και την καρδιά τους, ακόμα και αν τους αρέσει η καθημερινότητα που έχτισαν στην καινούρια αυτή χώρα. Πάντα προσπαθούν να κρατήσουν την παράδοση και τη γλώσσα μας και σε ένα μεγάλο ποσοστό νιώθουν ότι δεν ανήκουν σ΄αυτή την κοινωνία που ζουν.
Στο σημερινό άρθρο, δε θα σταθούμε τόσο σ’ αυτό το θέμα, όσο θα προσπαθήσουμε να μπούμε στην ψυχοσύνθεση των παιδιών στις οικογένειες αυτές, που έρχονται στην καινούρια τους χώρα είτε σε μία ηλικία που καταλαβαίνουν αρκετά το τι συμβαίνει γύρω τους (από δέκα χρονών και πάνω), είτε σχετικά μικρά άρα και προσαρμόζονται λίγο πιο εύκολα (αν έχουν κάνει και οι γονείς τη σωστή προετοιμασία). Πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους οι περιπτώσεις αντίδρασης των παιδιών, που χρήζουν ειδικής αντιμετώπισης από τους γονείς.
Τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα, δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό. Επαναλαμβάνουν τις δικές μας συμπεριφορές και υιοθετούν τις συνήθειες της οικογένειάς τους. Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε το πως θα αντιμετωπίσουμε και μία τόσο μεγάλη αλλαγή. Αν την αντιμετωπίζουμε αρνητικά, αρνητικά θα τη βλέπει το παιδί και θα αντιδράει αρνητικά στο καινούριο του περιβάλλον. Αν την αντιμετωπίζουμε θετικά και εστιάζουμε σε όλα τα καλά που μας προσφέρονται σ΄αυτόν τον καινούριο τόπο, έτσι θα την αντιμετωπίσει και το παιδί. Όταν καταριέσαι και αποκόβεσαι τελείως από την κοινωνία που ζεις, το ίδιο θα κάνει και το παιδί σου. Για ποιον όμως είσαι εδώ;
Δεν είναι απλό το θέμα της αλλαγής του περιβάλλοντος για ένα παιδί. Έχω ακούσει πολλές φορές να λένε «έλα μωρέ, παιδιά είναι συνηθίζουν εύκολα», κάτι που φυσικά και δεν είναι ορθό, καθώς δεν μπορεί να συνηθίσει ένα παιδί εύκολα σε ένα καινούριο περιβάλλον που τα παιδιά ομιλούν διαφορετική γλώσσα από το ίδιο, έχουν άλλες συνήθειες, και δεν μοιάζουν σε τίποτα με όλα αυτά που γνώριζε εώς τώρα. Για να γίνει αυτή η καινούρια του συνήθεια εύκολη, παίζει ο γονέας καθοριστικό ρόλο, και όπως είπαμε και πιο πάνω, πρέπει να παίρνει σοβαρά και να προσέχει ό,τι λέει, ό,τι κάνει και το πως αντιμετωπίζει και ο ίδιος τις καινούριες καταστάσεις στη ζωή τους.
Είναι σημαντικό σε μία τέτοια στιγμή, η οικογένεια να είναι «πιο ενωμένη από ποτέ».Όση ανασφάλεια και όση πίεση και αν νιώθουν οι γονείς από την καινούρια δουλειά/την αναζήτηση στέγης/τα προβλήματα τους, πρέπει να τα αφήνουν όλα πίσω τους μπροστά στα παιδιά. Να μιλάνε μαζί τους για τα πάντα. Να μιλάνε για την ιστορία του τόπου που ζούνε, να πηγαίνουν βόλτες σε όλα τα κοντινά μέρη που μπορούν να δουν, στη γειτονιά, στα κοντινά πάρκα, κλπ. Ό,τι και αν απασχολεί το ζευγάρι/τον γονέα οφείλουν οι ενήλικες να το συζητάνε αφήνοντας τα παιδιά τελείως απ΄έξω.
Για ομαλότερη προσαρμογή, η παρέα με τους ανθρώπους και τις οικογένειες που βρίσκονται στην ίδια ή σε ανάλογη κατάσταση βοηθάει πολύ. Βοηθάει στο να αισθάνεσαι πιο άνετα και πιο οικεία στο νέο μέρος που ζεις, ενώ τα παιδιά δε θα νιώθουν τελείως αποξενωμένα πια, αλλά θα κοινωνικοποιηθούν, θα κάνουν φίλους, θα νιώσουν καλύτερα γιατί θα βρουν ξανά παρέα, παιχνίδι, συνήθειες. Η εκκλησία, τα ελληνικά σχολεία ή οι ελληνικές κοινότητες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στις γνωριμίες των οικογενειών μεταξύ τους, γιατί είναι οι φορείς που βοηθάνε τόσο στην προσαρμογή στη νέα χώρα, όσο και στην διατήρηση του ελληνικού στοιχείου, ακόμα και αν βρισκόμαστε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα.
Ο «ξεριζωμός» είναι δύσκολη απόφαση και οι μοναδικοί που μπορούν να την κρίνουν ως καλή ή κακή, είναι οι άνθρωποι που τη ζουν και επιχειρούν να αλλάξουν κάτι στη ζωή τους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αποτελεί κομβικό σημείο στην πορεία μιας οικογένειας, ο δρόμος δεν είναι εύκολος ούτε στρωμένος με ροδοπέταλα, ενώ όλη η οικογένεια βρίσκεται για ένα διάστημα σε πολιτισμικό σοκ. Αυτό που πρέπει εν τέλει σαν γονείς να αποδεχτούμε, είναι ότι τίποτα δε θα είναι πια ίδιο.
Η πολιτισμική μας ταυτότητα και αυτό που θέλουμε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας, είναι αδιαμφισβήτητα πολύ σημαντικό και κύριο μέλημα ενός γονέα. Γι’ αυτό και ο φόβος ότι θα χάσουμε την ταυτότητα μας κυριαρχεί όταν μετοικούμε στο εξωτερικό. Αυτό όμως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εμποδίζει την προσαρμογή (ειδικά των παιδιών), την αφομοίωση των στοιχείων της νέας «πατρίδας» και τελικά την αναπόφευκτη νέα ταυτότητα που δημιουργείται χάρη στα νέα δεδομένα και τις νέες καταστάσεις στη ζωή μας. Όλοι αλλάζουμε ανάλογα με το πως εξελίσσεται η ζωή μας, και ανάλογα με τον τόπο που ζούμε. Μαθαίνουμε σ΄αυτόν και επαναπροσδιοριζόμαστε σαν μέλη μιας καινούριας κοινωνίας.
Ούτε η Ελλάδα χάνεται από μέσα μας, ούτε θα χαθεί ποτέ. Όταν παίρνουμε όμως τη μεγάλη απόφαση να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας στο εξωτερικό, καθήκον μας γίνεται όχι μόνο η μεταλαμπάδευση των αξιών μας και της γλώσσας μας, αλλά και η ομαλή συμβίωση των παιδιών μας με τα παιδιά των κατοίκων της χώρας που ζούμε. Σκόπος μας είναι να κάνουμε φίλους και να δημιουργήσουμε μια καινούρια ζωή, όχι να αποκοπούμε από τη ζωή την ίδια.